θηλάζει

θηλάζει
θηλάζω
suckle
pres ind mp 2nd sg
θηλάζω
suckle
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυζανιάρης — και βυζανάρης, α, ικο 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) αυτός που θηλάζει ακόμη, που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με μητρικό γάλα 2. το ουδ. ως ουσ. βυζανιάρικο, το α) αυτό που θηλάζει, το βρέφος β) (ειρωνικά, για παιδί ή έφηβο) μικρός, ανώριμος.… …   Dictionary of Greek

  • επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ύπαρνος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω του, δηλαδή θηλάζει, αμνό 2. μτφ. αυτός που θηλάζει βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο»] …   Dictionary of Greek

  • αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • βυζάστρα — και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια) αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω] …   Dictionary of Greek

  • βυζαστάρι — το [βυζαστής] 1. το βρέφος που θηλάζει ακόμη 2. νεογνό ζώου, νεογέννητο αρνί ή κατσίκι 3. άνθρωπος ανόητος …   Dictionary of Greek

  • βυζαστής — και βυζαχτής, ο 1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει 2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”